Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άσπιλος

From LSJ

Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört

Menander, Monostichoi, 221

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄσπιλος, -ον)
1. ο ακηλίδωτος, ο καθαρός
2. (μτφ., με ηθική σημ.) ο άψογος, ο αγνός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α-στερ. + σπίλος (ΙΙ) «στίγμα, κηλίδα, λεκές, μίασμα»].