ακλάδευτος
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκλάδευτος, -ον) κλαδεύω
αυτός που δεν έχει κλαδευτεί
«ακλάδευτο αμπέλι»
νεοελλ.
ο αμόρφωτος
μσν.
αυτός που δεν έχει κλαδιά.