ακληριάζω

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504

Greek Monolingual

και ακλεριάζω άκληρος
1. είμαι άκληρος, δεν έχω παιδιά
2. δεν έχω αρσενικά παιδιά
3. πεθαίνουν τα παιδιά μου και μένω άκληρος.