Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ακριβάζω

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c

Greek Monolingual

ἀκριβάζω (Α)
1. ἀκριβῶ
2. παθ. υπερηφανεύομαι γι’ αυτό που είμαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκριβής.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκρίβασμα, ἀκριβασμός, ἀκριβαστής.