ακρινός

From LSJ

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό άκρα
1. αυτός που βρίσκεται στην άκρη, ακραίος, ακριανός
2. τελευταίος.