ακροβασία

From LSJ

Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)

Source

Greek Monolingual

η ακροβάτης
1. το να βαδίζει κάποιος στις μύτες τών ποδιών του
2. εκτέλεση γυμναστικών ασκήσεων με ή χωρίς όργανα, όπως π. χ. η σχοινοβασία, η αιώρηση κ.ά.
3. ριψοκίνδυνη προσπάθεια ή ενέργεια, ακροβατισμός.