ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin
ἀκρογένειος, -ον (Α)αυτός που έχει προτεταμένο ή οξύ πιγούνι.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + γένειον «πιγούνι»].