τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears
-ές (Α ἀκροφανὴς)
νεοελλ.
(το θηλ. ως ουσ. στη Ναυτ. ορολογία) η ακροφανής
η ακτή που μόλις διαφαίνεται στο βάθος του ορίζοντα
αρχ.
αυτός που μόλις διακρίνεται στην άκρη ή στην κορυφή του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (ΙΙ) + -φανὴς < ἐφάνην, φαίνομαι].