Ἦθος ἀνθρώπῳ δαίμων → A man's character is his fate
ἀλειφόβιος, -ον (Α)1. (περιφρονητικά) αυτός που ζει από την άσκηση του επαγγέλματος του αλείπτη2. φτωχός, κακομοιριασμένος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλείφω + βίος.