αληθουργής

From LSJ

τὸ κηρύκειον ἢ τὴν μάχαιραν → peace or the sword

Source

Greek Monolingual

ἀληθουργής, -ὲς (Α)
αυτός που ενεργεί αληθινά, ειλικρινά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀληθὴς + -ουργὴς < ἔργον.