αλλαξοβρόχι

From LSJ

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source

Greek Monolingual

το
μεταβολή του καιρού προς τη βροχή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλλαξο- + βροχή.