αλλοεθνία

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149

Greek Monolingual

ἀλλοεθνία, η (Α)
διαφορά φυλής, εθνικότητας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλο- + -εθνία < ἔθνος.