αλλοεθνία

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163

Greek Monolingual

ἀλλοεθνία, η (Α)
διαφορά φυλής, εθνικότητας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλο- + -εθνία < ἔθνος.