αλλόγλωσσος
From LSJ
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀλλόγλωσσος, -ον)
αυτός που μιλά ξένη γλώσσα, ο ξενόγλωσσος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλο- + -γλωσσος < αρχ. γλῶσσα.
ΠΑΡ. ἀλλογλωσσία.
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
-η, -ο (Α ἀλλόγλωσσος, -ον)
αυτός που μιλά ξένη γλώσσα, ο ξενόγλωσσος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλο- + -γλωσσος < αρχ. γλῶσσα.
ΠΑΡ. ἀλλογλωσσία.