αλλόδημος

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445

Greek Monolingual

ἀλλόδημος, -ον (Α)
ο αλλοδαπός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλο- + δῆμος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλλοδημία.