αλλόδημος

From LSJ

αἵματος κρατῆρα πολιτικοῦ στῆσαιserve up a big bowl of citizen blood

Source

Greek Monolingual

ἀλλόδημος, -ον (Α)
ο αλλοδαπός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλο- + δῆμος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλλοδημία.