Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αλογήσιος

From LSJ

Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 468

Greek Monolingual

-ια, -ιο άλογο
του αλόγου, αυτός που ανήκει στο άλογο ή προέρχεται από αυτό, «αλογήσιο κρέας» — επίρρ. αλογήσια
όπως ταιριάζει σε άλογο.