αλογογελάδια

From LSJ

δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark

Source

Greek Monolingual

και αλογογέλαδα, τα
αγέλη αλόγων και βοδιών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλογο + αγελάδια, πληθ. της λ. αγελάδι].