αλογοπάτημα

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source

Greek Monolingual

το
1. πάτημα αλόγου
2. ίχνος από πάτημα αλόγου, αλογάχναρο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλογο + πάτημα.