αλογοσέλινο

From LSJ

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183

Greek Monolingual

το
το αγριοσέλινο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλογο + σέλινο].