οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen
-η, -ο (Α ἀλώβητος, -ον) λωβητός(και μτφ.) αυτός που δεν έχει υποστεί βλάβη, άβλαβος, ακέραιος, αμείωτος.