αμείωτος

From LSJ

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμείωτος, -ον) μειώνω
αυτός που δεν μειώθηκε ή δεν μπορεί να μειωθεί, ακέραιος ανέπαφος
νεοελλ.
1. (με ηθική σημασία) αυτός που δεν υπέστη ή δεν μπορεί να υποστεί ηθική μείωση, αταπείνωτος, ανεπισκίαστος
2. (με ποιοτική σημασία) εντατικός, αδιάπτωτος.