αμαξοπηγικός

From LSJ

τὸ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον → exactly weighed words

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό αμαξοπηγός
1. ο σχετικός με την αμαξοπηγία ή τον αμαξοπηγό
2. το θηλ. ως ουσ. η αμαξοπηγική (ενν. τέχνη)
η τέχνη του αμαξοπηγού, η αμαξοποιία.