αμαξοποιός
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Greek Monolingual
ο
κατασκευαστής αμαξών, αμαξοπηγός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμαξα + -ποιός < ποιώ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμαξοποιείο, αμαξοποιία].
ο
κατασκευαστής αμαξών, αμαξοπηγός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμαξα + -ποιός < ποιώ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμαξοποιείο, αμαξοποιία].