Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
-η, -ο (Α ἀμαράντινος, -ον) αμάραντος
1. αυτός που δεν μαραίνεται, ο αμάραντος
2. άφθαρτος, διαρκής, αιώνιος
3. αυτός που ανήκει στο φυτό αμάραντος ή προέρχεται από αυτό.