αμαράντινος

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμαράντινος, -ον) αμάραντος
1. αυτός που δεν μαραίνεται, ο αμάραντος
2. άφθαρτος, διαρκής, αιώνιος
3. αυτός που ανήκει στο φυτό αμάραντος ή προέρχεται από αυτό.