αμαράντινος

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμαράντινος, -ον) αμάραντος
1. αυτός που δεν μαραίνεται, ο αμάραντος
2. άφθαρτος, διαρκής, αιώνιος
3. αυτός που ανήκει στο φυτό αμάραντος ή προέρχεται από αυτό.