αμετρόβιος

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328

Greek Monolingual

-ια, -ιο
αυτός που έχει άμετρο, αμέτρητο βίο, ο πολύ μακρόβιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμετρος + -βιος < βίος.