αμνάδα

From LSJ

κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμενharbour secret counsels

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀμνάς, -άδος)
το μικρής ηλικίας θηλυκό πρόβατο, αρνάδα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχ. ἀμνάς, θηλυκό της λ. ἀμνός].