Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αμπελοποιία

From LSJ

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512

Greek Monolingual

ἀμπελοποιία, η (Μ)
η αμπελουργία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμπελοποιὸς < ἄμπελος + -ποιὸς < ποιῶ].