αμπελοποιία
From LSJ
Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht
Greek Monolingual
ἀμπελοποιία, η (Μ)
η αμπελουργία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμπελοποιὸς < ἄμπελος + -ποιὸς < ποιῶ].
Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht
ἀμπελοποιία, η (Μ)
η αμπελουργία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμπελοποιὸς < ἄμπελος + -ποιὸς < ποιῶ].