Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αμπελοποιία

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek Monolingual

ἀμπελοποιία, η (Μ)
η αμπελουργία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμπελοποιὸς < ἄμπελος + -ποιὸς < ποιῶ].