αμπελοποιία
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Greek Monolingual
ἀμπελοποιία, η (Μ)
η αμπελουργία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμπελοποιὸς < ἄμπελος + -ποιὸς < ποιῶ].