αμυγδαλόπαστα

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source

Greek Monolingual

και μυγδαλόπαστα, η και –στο, το
γλύκισμα παρασκευασμένο με κοπανισμένα αμύγδαλα, αβγά, ζάχαρη, κ.λπ., αμυγδαλωτό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμύγδαλο + πάστα].