αμφίεσμα

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392

Greek Monolingual

ἀμφίεσμα, το (Α) ἀμφιέννυμι
1. ενδυμασία, φόρεμα
2. στον πληθ. τα ἀμφιέσματα ενδύματα, ιματισμός.