εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
ἀμφίεσμα, το (Α) ἀμφιέννυμι1. ενδυμασία, φόρεμα2. στον πληθ. τα ἀμφιέσματα ενδύματα, ιματισμός.