αμφίεσμα

From LSJ

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source

Greek Monolingual

ἀμφίεσμα, το (Α) ἀμφιέννυμι
1. ενδυμασία, φόρεμα
2. στον πληθ. τα ἀμφιέσματα ενδύματα, ιματισμός.