αμφίστημι

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341

Greek Monolingual

ἀμφίστημι (Α)
1. ενεργ. τοποθετώ ολόγυρα
2. παθ. ἀμφίσταμαι τοποθετούμαι, στέκομαι ολόγυρα
3. μέσ. ανιχνεύω, εξετάζω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφ(ι) + ἵστημι.