ανάγλυκος

From LSJ

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ο λίγο γλυκός, υπόγλυκος, άγλυκος
2. αυτός που περιέχει πολύ νερό, νερουλός
3. ο επιτηδευμένα και άχαρα γλυκός στους τρόπους, άνοστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + γλυκός.
ΠΑΡ. αναγλυκώνω].