Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt
και ανάγλυκος, -η, -ο γλυκός
1. αυτός που δεν είναι αρκετά γλυκός ή δεν είναι καθόλου γλυκός
2. άνοστος, αηδιαστικός.