ανάμεικτος

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

Greek Monolingual

ανάμειξη κ.λπ.
βλ. ανάμικτος, ανάμιξη κ.λπ.