ανήδυντος

From LSJ

Μέλλοντα ταῦτα. Τῶν προκειμένων τι χρὴ πράσσειν· μέλει γὰρ τῶνδ' ὅτοισι χρὴ μέλειν → Tomorrow is tomorrow. Future cares have future cures, and we must mind today.

Source

Greek Monolingual

ἀνήδυντος, -ον (Α) ηδύνω
1. ο μη αρτυμένος, μη καρυκευμένος με μπαχαρικά, άγευστος
2. μτφ. δυσάρεστος, απωθητικός.