αναγλυπτικός

From LSJ

ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
ανάγλυπτος
ο κατασκευασμένος με ανάγλυφο τρόπο.