αναγωγικός
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ἀναγωγικός, -ή, -όν) ἀναγωγή
νεοελλ.
ο κατάλληλος για αναγωγή ή ο σχετικός με αυτήν
αρχ.-μσν.
1. αυτός που ανυψώνει, που εξυψώνει
2. επίρρ. ἀναγωγικῶς
πνευματικά.