ἀναγωγικός

From LSJ

Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)

Source

German (Pape)

[Seite 185] ή, όν, erhebend, bes. zu geistiger Betrachtung u. vom Niedrigen abziehend, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναγωγικός: -ή, -όν, ὁ ἐγείρων τὴν διάνοιαν εἰς ὑψηλὰ οὐράνια πράγματα, μυστικὸς (πρβλ. ἀναγωγή Ι. 4), Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1que eleva δυνάμεις ἀ. πρὸς τὸ θεῖον Dion.Ar.CH M.3.196C, τὸ γὰρ πτερὸν ἐμφαίνει τὴν ἀ. ὀξύτητα de los ángeles, Dion.Ar.CH M.3.332D.
2 místico, analógico de la interpretación de la Sagrada Escritura, Gr.Nyss.V.Mos.82.18 (var.), αἱ ἀ. ἱερογραφίαι Dion.Ar.CH M.3.137B.
II adv. -ῶς
1 por elevación τὸ τῶν ὑποβεβηκότων ἀ. ... ἀφομοιωτικόν Dion.Ar.CH M.3.205C.
2 alegóricamente, místicamente Gr.Naz.M.36.645B, τὰς ... ἀ. ἐκφανθείσας τῶν οὐρανίων νοῶν ἱεραρχίας Dion.Ar.CH M.3.121A, ἀποκαλεῖν ἀ. Cyr.Al.M.69.764D.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ἀναγωγικός, -ή, -όν) ἀναγωγή
νεοελλ.
ο κατάλληλος για αναγωγή ή ο σχετικός με αυτήν
αρχ.-μσν.
1. αυτός που ανυψώνει, που εξυψώνει
2. επίρρ. ἀναγωγικῶς
πνευματικά.