ἀναγωγικός
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
German (Pape)
[Seite 185] ή, όν, erhebend, bes. zu geistiger Betrachtung u. vom Niedrigen abziehend, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναγωγικός: -ή, -όν, ὁ ἐγείρων τὴν διάνοιαν εἰς ὑψηλὰ οὐράνια πράγματα, μυστικὸς (πρβλ. ἀναγωγή Ι. 4), Ἐκκλ.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1que eleva δυνάμεις ἀ. πρὸς τὸ θεῖον Dion.Ar.CH M.3.196C, τὸ γὰρ πτερὸν ἐμφαίνει τὴν ἀ. ὀξύτητα de los ángeles, Dion.Ar.CH M.3.332D.
2 místico, analógico de la interpretación de la Sagrada Escritura, Gr.Nyss.V.Mos.82.18 (var.), αἱ ἀ. ἱερογραφίαι Dion.Ar.CH M.3.137B.
II adv. -ῶς
1 por elevación τὸ τῶν ὑποβεβηκότων ἀ. ... ἀφομοιωτικόν Dion.Ar.CH M.3.205C.
2 alegóricamente, místicamente Gr.Naz.M.36.645B, τὰς ... ἀ. ἐκφανθείσας τῶν οὐρανίων νοῶν ἱεραρχίας Dion.Ar.CH M.3.121A, ἀποκαλεῖν ἀ. Cyr.Al.M.69.764D.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ἀναγωγικός, -ή, -όν) ἀναγωγή
νεοελλ.
ο κατάλληλος για αναγωγή ή ο σχετικός με αυτήν
αρχ.-μσν.
1. αυτός που ανυψώνει, που εξυψώνει
2. επίρρ. ἀναγωγικῶς
πνευματικά.