αναδημοσιεύω

From LSJ

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source

Greek Monolingual

δημοσιεύω εκ νέου, ξαναδημοσιεύω, επανεκδίδω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + δημοσιεύω.
ΠΑΡ. αναδημοσίευση. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στους Ελληνικούς Κώδικες].