αναδημοσιεύω
From LSJ
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
Greek Monolingual
δημοσιεύω εκ νέου, ξαναδημοσιεύω, επανεκδίδω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + δημοσιεύω.
ΠΑΡ. αναδημοσίευση. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στους Ελληνικούς Κώδικες].