αναισθητικός
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
Greek Monolingual
-ή, -ό αναίσθητος ή αναισθητώ
1. αυτός που προκαλεί σωματική αναισθησία
2. Ιατρ. το ουδ. ως ουσ. φαρμακευτική ουσία για την πρόκληση αναισθησίας.