Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αναιτιάζω

From LSJ

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.

Greek Monolingual

1. απαλλάσσω κάποιον από την εναντίον του κατηγορία
2. αποδεικνύω το αβάσιμο μιας κατηγορίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναίτιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο νομοτεχνικό Ιταλοελληνικό Λεξικό ως απόδοση του ιταλ. discolpare].