ανακάθαρση
From LSJ
εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want
Greek Monolingual
η (Α ἀνακάθαρσις) ἀνακαθαίρω
το εκ νέου ή πλήρες καθάρισμα, ξεκαθάρισμα
αρχ.
καθάρισμα του στομαχιού με εμετό.