ανακατατάξιμος

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει τα προσόντα και τα δικαιώματα για ανακατάταξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακατάταξη (-ις). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα «Ακρόπολις»].