ανακατατάξιμος

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει τα προσόντα και τα δικαιώματα για ανακατάταξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακατάταξη (-ις). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα «Ακρόπολις»].