ανακηρυκτής

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193

Greek Monolingual

ο
αυτός που ανακηρύσσει, που έχει ως έργο του την ανακήρυξη κάποιου αποτελέσματος (ψηφοφορίας, δημοπρασίας κ.λπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακηρύσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό].