ανακηρύσσω

From LSJ

ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?

Source

Greek Monolingual

ἀνακηρύσσω) (αττ. -ττω)
1. απονέμω επίσημα τίτλο, αναγορεύω
2. γνωστοποιώ δημόσια, ανακοινώνω
αρχ.
1. πουλώ σε δημοπρασία, βγάζω στο σφυρί
2. υπόσχομαι δημόσια αμοιβή με κήρυκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κηρύσσω.
ΠΑΡ. ανακήρυξις
νεοελλ.
ανακηρυκτής, ανακήρυκτος].